αβγοειδής — ές [αβγό] αυτός που έχει σχήμα αβγού, αβγουλάτος, αβγουλωτός, αβγωτός … Dictionary of Greek
αβγωτός — ή, ό [αβγό] 1. αβγοειδής, αβγουλάτος, αβγουλωτός 2. ο γεμάτος αβγά 3. ο αλειμμένος με το εσωτερικό αβγού 4. ο γυαλισμένος με το ασπράδι αβγού … Dictionary of Greek